- ἴβαν
- ἴβᾱν , ἴβηwinefem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιβάν — Όνομα έξι Ρώσων ηγεμόνων. 1. Ι. Α’ (περ. 1304 – 1341). Μέγας ηγεμόνας της Μόσχας (1328 40) και δούκας του Βλαδιμίρ (1331 40). Ήταν γνωστός επίσης και ως Καλιτά (σακούλι με λεφτά). Γιος του δούκα Δανίλου, διαδέχθηκε τον αδελφό του Γεώργιο. Με την… … Dictionary of Greek
ἰβᾶν — ἴβη wine fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γκοντσάροφ, Ιβάν Αλεξάντροβιτς — (Ivan Aleksandrovich Goncharov,Σίμπιρσκ 1812 – Πετρούπολη 1891). Ρώσος συγγραφέας. Ήταν γόνος εύπορης οικογένειας εμπόρων, ο οποίος έζησε σχεδόν όλη του τη ζωή ως κρατικός λειτουργός, εκτός από ένα μεγάλο ταξίδι που πραγματοποίησε με τη φρεγάτα… … Dictionary of Greek
Βάζοφ, Ιβάν — (Ivan Vazov, Σοπότ [σημερινό Βάζοφγκραντ] 1850 – Σόφια 1921). Βούλγαρος συγγραφέας. Γιος εύπορου εμπόρου, στην αρχή επιδόθηκε σε εμπορικές σπουδές. Η επαφή με τους κύκλους των Βουλγάρων φυγάδων στη Ρουμανία (όπου είχε καταφύγει το 1870 και… … Dictionary of Greek
Μοζούκιν, Ιβάν — (Πέντζα 1889 – Νεϊγί σιρ Σεν 1939). Ρώσος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου και του θεάτρου. Διακρίθηκε πρώτα στο θέατρο, όπου έπαιξε κυρίως ρομαντικούς ρόλους όπως τον Κιν του Αλεξάνδρου Δουμά και τον Αετιδέα του Εντμόντ Ροστάν και… … Dictionary of Greek
Παβλόφ, Ιβάν Πέτροβιτς — (Ριαζάν 1849 – Μόσχα 1936). Ρώσος φυσιολόγος. Ήταν γιος παπά και σπούδασε στην ιερατική σχολή της γενέτειράς του. Επηρεάστηκε από τον επαναστατικό φιλελευθερισμό των Ρώσων διανοουμένων της εποχής του κατά της παραδοσιακής παιδείας και απέκτησε… … Dictionary of Greek
Στάροφ, Ιβάν Εγκόροβιτς — Ρώσος αρχιτέκτονας (πιθ. Μόσχα 1743 Πέτρογκραντ 1808). Ένας από τους μεγαλύτερους αντιπρόσωπους του κλασικισμού στη Ρωσία μαζί με τον ιταλικής καταγωγής καλλιτέχνη Τζάκομο Κουαρέν γκι, μετά τις σπουδές του στη Μόσχα και την Πετρούπολη έμεινε για… … Dictionary of Greek
Τελεπνέφ, Ιβάν Οβολιένσκι — (1508 – 1538). Ρώσος πρίγκιπας και αυλικός. Μετά τον θάνατο του τσάρου Βασίλειου Ιβάνοβιτς (1533), η σύζυγός του Ελένη, κηδεμόνας του γιου της Ιβάν του Τρομερού, τον διόρισε μεγάλο αυλάρχη και σύμβουλο. Όσο ζούσε η τσαρίνα Ελένη, υπήρξε αληθινός… … Dictionary of Greek
Τουργκένιεφ, Ιβάν Σεργκέγεβιτς — (Ορέλ 1818 – Μπουζιβάλ, Παρίσι 1883). Ρώσος συγγραφέας. Η μητέρα του, πλούσια κληρονόμος άσκησε, με την αυστηρότητά της, μεγάλη και αρνητική επίδραση στα νεανικά του χρόνια. Ο Τ. έκανε πολύ συστηματικές σπουδές· στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης,… … Dictionary of Greek
Αϊβαζόφσκι, Ιβάν Κονσταντίνοβιτς — (1817 – 1900). Ρώσος θαλασσογράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πετρούπολης (1833 37). Το 1845 έγινε μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, το 1847 καθηγητής και το 1887 επίτιμο μέλος της ίδιας Ακαδημίας. Ο Α. ήταν επίσης μέλος πολλών… … Dictionary of Greek